Αν με ρωτήσεις τι ήμουν στην προηγούμενη ζωή μου θα σου πω κινέζικο, μυρωδάτο λεμόνι, που εισήχθη παράνομα στην Ευρώπη. Η ζωή μου τελείωσε άδοξα πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι, κάπου στο Λονδίνο, μια σχετικά ηλιόλουστη για τα βρετανικά δεδομένα ημέρα. Αυτά θυμάμαι μόνο. Για την ακρίβεια, αυτά νομίζω πως θυμάμαι.
Δε ξέρω πως και γιατί έχω δημιουργήσει αυτή την ιστορία στο κεφάλι μου. Δε ξέρω καν γιατί επέλεξα να πιστεύω πως ήμουν καρπός και όχι άνθρωπος ή ζώο. Ακόμα περισσότερο, δε ξέρω γιατί έχω άποψη για την περασμένη μου ζωή ενώ ακόμα δεν έχω φιλοσοφήσει το αν υπάρχει ζωή πέρα από αυτό που ζούμε τώρα. Ξεκίνησα να γράφω αυτό το ποστ για τους Ινδούς (μη ρωτάτε πως θα το συνδύαζα) αλλά στην πορεία μου βγαίνει πολύ πιο φιλοσοφικό. So I'll just go with the row.
2 χρόνια πριν, σαν σήμερα έχασα τη γιαγιά μου. Λαμπρινή στο όνομα. Όνομα και πράγμα. Ήξερε να κάνει τον κόσμο γύρω της να λάμπει. Τρομερά αισιόδοξη και πνεύμα επαναστατικό, ακόμα και στα 72 της χρόνια, γνώριζε πώς να γεμίσει τον αέρα με θετικά συναισθήματα. Τίποτα δεν την ενοχλούσε. Φυσικά, σαν όλους τους ανθρώπους είχε και αυτή τις παραξενιές της και τις φοβίες της. Και ποιος δεν τις έχει;
Όταν πέθανε, έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Πρώτον, γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ο θάνατος υπάρχει εκεί έξω. Δεν είχα χάσει ποτέ κάποιον πολύ κοντινό μου άνθρωπο. Όχι σε ηλικία που να καταλαβαίνω τι μου γίνετε. Δεύτερον, ακόμα και αν δεχόμουν πως ο θάνατος ίσως μας χτυπήσει κάποια στιγμή την πόρτα, δε θα ερχόταν σίγουρα για τη γιαγιά μου. Όχι για τη Λαμπρινή.
Ήταν ο άνθρωπος που σου έδινε κουράγιο και ελπίδες για τα πάντα. Ποιος θα μας βοηθούσε τώρα; Τον τελευταίο καιρό, που είχε καταπέσει ήταν το μεγάλο σοκ. Αυτή ήταν που μας έδινε πάντα δύναμη, όχι εμείς σε αυτήν. Είχε γυρίσει ο κόσμος τούμπα.
Ποτέ δεν περίμενα ότι θα στεναχωριόμουν τόσο. Τα τελευταία δύο χρόνια, αντί να συνειδητοποιήσω το θάνατο και να συμβιβαστώ με αυτόν, έχω μπερδευτεί περισσότερο. Δε ξέρω τι υπάρχει εκεί έξω. Κανείς δε ξέρει. Δε μπορώ όμως να σκεφτώ ούτε και τις πιθανές εκδοχές. Ο εγκέφαλός μου έχει σταματήσει να λειτουργεί. Το μόνο που νιώθω είναι μια φοβία για το άγνωστο. Μία άρνηση για την ύπαρξη κάτι άλλου.
Την Πέμπτη το βράδυ καθόμουν στο δωμάτιό μου όταν η λάμπα άρχιζε να τρεμοπαίζει. «Έτοιμη να καεί είναι» σκέφτηκα. Σηκώθηκα και άρχισα να χορεύω ντίσκο. Έβαλα μάλιστα και κάμερα στο αγόρι μου για να δει το θέαμα. «Είναι τρομακτικό, κλείστο!» μου έγραψε. Όντως, όταν είδα και εγώ τον εαυτό μου στην κάμερα με τη λάμπα να ανοιγοκλείνει ασταμάτητα από πάνω μου σκιάχτηκα λίγο, οφείλω να ομολογήσω.
Παρασκευή απόγευμα είχα μάθημα στο φροντιστήριο. Την ώρα που έκανα μάθημα άρχιζε να τρεμοπαίζει η λάμπα από πάνω μου. Άρχισε ο μαθητής μου να χασκογελάει. «Δεύτερη λάμπα που καίω» του χαμογέλασα και βάλαμε τα γέλια.
Σήμερα, είχα πάλι μάθημα και επειδή είχε σχετική συννεφιά άναψα τα φώτα. Σε κάποια φάση η λάμπα από πάνω μου άρχισε να τρεμοπαίζει… Μόνο αυτή. Την κοίταξα και πανικοβλήθηκα. Κοίταξα τη μαθήτριά μου που πάγωσε, χωρίς να τις έχω αναφέρει τίποτα και ένας τρελός αέρας άρχισε να φυσάει, ενώ ο ουρανός φωτίστηκε απότομα. Ξέρεις, αυτά τα περίεργα με τα σύννεφα και το φως που φωτίζει ξαφνικά… Κατεβήκαμε κάτω και η μαθήτριά μου είπε στη διευθύντρια πως κάτι είχα σήμερα. Πως όταν την κοίταζα κατάματα της έπεφταν τα πράγματα από τα χέρια. Γέλασα όπως ήταν φυσικό αλλά από μέσα μου τρομοκρατήθηκα. Συμπτώσεις; Αλήθειες; Ποιος ξέρει;
Ποιος μπορεί να ξέρει τι πραγματικά συμβαίνει; Υπάρχει κάτι άλλο εκεί έξω; Και αν υπάρχει γιατί να θέλει να επικοινωνήσει μαζί σου; Και πως; Υπάρχει θεός; Υπήρξε ποτέ ο Χριστός; Γιατί Χριστός και όχι Αλλάχ; Και τώρα που το είπα αυτό για το Χριστό θα με προκαλέσει; Τα οράματα, τα όνειρα, η διαίσθηση είναι σχετικά με το άγνωστο; Και ποιος ορίζει αν είναι αληθινά; Μήπως όλα αυτά είναι συμπτώσεις; Μήπως το ψάχνω πάρα πολύ; Μήπως έχω αρχίσει να τρελαίνομαι;
Δε ξέρω πως και γιατί έχω δημιουργήσει αυτή την ιστορία στο κεφάλι μου. Δε ξέρω καν γιατί επέλεξα να πιστεύω πως ήμουν καρπός και όχι άνθρωπος ή ζώο. Ακόμα περισσότερο, δε ξέρω γιατί έχω άποψη για την περασμένη μου ζωή ενώ ακόμα δεν έχω φιλοσοφήσει το αν υπάρχει ζωή πέρα από αυτό που ζούμε τώρα. Ξεκίνησα να γράφω αυτό το ποστ για τους Ινδούς (μη ρωτάτε πως θα το συνδύαζα) αλλά στην πορεία μου βγαίνει πολύ πιο φιλοσοφικό. So I'll just go with the row.
2 χρόνια πριν, σαν σήμερα έχασα τη γιαγιά μου. Λαμπρινή στο όνομα. Όνομα και πράγμα. Ήξερε να κάνει τον κόσμο γύρω της να λάμπει. Τρομερά αισιόδοξη και πνεύμα επαναστατικό, ακόμα και στα 72 της χρόνια, γνώριζε πώς να γεμίσει τον αέρα με θετικά συναισθήματα. Τίποτα δεν την ενοχλούσε. Φυσικά, σαν όλους τους ανθρώπους είχε και αυτή τις παραξενιές της και τις φοβίες της. Και ποιος δεν τις έχει;
Όταν πέθανε, έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Πρώτον, γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ο θάνατος υπάρχει εκεί έξω. Δεν είχα χάσει ποτέ κάποιον πολύ κοντινό μου άνθρωπο. Όχι σε ηλικία που να καταλαβαίνω τι μου γίνετε. Δεύτερον, ακόμα και αν δεχόμουν πως ο θάνατος ίσως μας χτυπήσει κάποια στιγμή την πόρτα, δε θα ερχόταν σίγουρα για τη γιαγιά μου. Όχι για τη Λαμπρινή.
Ήταν ο άνθρωπος που σου έδινε κουράγιο και ελπίδες για τα πάντα. Ποιος θα μας βοηθούσε τώρα; Τον τελευταίο καιρό, που είχε καταπέσει ήταν το μεγάλο σοκ. Αυτή ήταν που μας έδινε πάντα δύναμη, όχι εμείς σε αυτήν. Είχε γυρίσει ο κόσμος τούμπα.
Ποτέ δεν περίμενα ότι θα στεναχωριόμουν τόσο. Τα τελευταία δύο χρόνια, αντί να συνειδητοποιήσω το θάνατο και να συμβιβαστώ με αυτόν, έχω μπερδευτεί περισσότερο. Δε ξέρω τι υπάρχει εκεί έξω. Κανείς δε ξέρει. Δε μπορώ όμως να σκεφτώ ούτε και τις πιθανές εκδοχές. Ο εγκέφαλός μου έχει σταματήσει να λειτουργεί. Το μόνο που νιώθω είναι μια φοβία για το άγνωστο. Μία άρνηση για την ύπαρξη κάτι άλλου.
Την Πέμπτη το βράδυ καθόμουν στο δωμάτιό μου όταν η λάμπα άρχιζε να τρεμοπαίζει. «Έτοιμη να καεί είναι» σκέφτηκα. Σηκώθηκα και άρχισα να χορεύω ντίσκο. Έβαλα μάλιστα και κάμερα στο αγόρι μου για να δει το θέαμα. «Είναι τρομακτικό, κλείστο!» μου έγραψε. Όντως, όταν είδα και εγώ τον εαυτό μου στην κάμερα με τη λάμπα να ανοιγοκλείνει ασταμάτητα από πάνω μου σκιάχτηκα λίγο, οφείλω να ομολογήσω.
Παρασκευή απόγευμα είχα μάθημα στο φροντιστήριο. Την ώρα που έκανα μάθημα άρχιζε να τρεμοπαίζει η λάμπα από πάνω μου. Άρχισε ο μαθητής μου να χασκογελάει. «Δεύτερη λάμπα που καίω» του χαμογέλασα και βάλαμε τα γέλια.
Σήμερα, είχα πάλι μάθημα και επειδή είχε σχετική συννεφιά άναψα τα φώτα. Σε κάποια φάση η λάμπα από πάνω μου άρχισε να τρεμοπαίζει… Μόνο αυτή. Την κοίταξα και πανικοβλήθηκα. Κοίταξα τη μαθήτριά μου που πάγωσε, χωρίς να τις έχω αναφέρει τίποτα και ένας τρελός αέρας άρχισε να φυσάει, ενώ ο ουρανός φωτίστηκε απότομα. Ξέρεις, αυτά τα περίεργα με τα σύννεφα και το φως που φωτίζει ξαφνικά… Κατεβήκαμε κάτω και η μαθήτριά μου είπε στη διευθύντρια πως κάτι είχα σήμερα. Πως όταν την κοίταζα κατάματα της έπεφταν τα πράγματα από τα χέρια. Γέλασα όπως ήταν φυσικό αλλά από μέσα μου τρομοκρατήθηκα. Συμπτώσεις; Αλήθειες; Ποιος ξέρει;
Ποιος μπορεί να ξέρει τι πραγματικά συμβαίνει; Υπάρχει κάτι άλλο εκεί έξω; Και αν υπάρχει γιατί να θέλει να επικοινωνήσει μαζί σου; Και πως; Υπάρχει θεός; Υπήρξε ποτέ ο Χριστός; Γιατί Χριστός και όχι Αλλάχ; Και τώρα που το είπα αυτό για το Χριστό θα με προκαλέσει; Τα οράματα, τα όνειρα, η διαίσθηση είναι σχετικά με το άγνωστο; Και ποιος ορίζει αν είναι αληθινά; Μήπως όλα αυτά είναι συμπτώσεις; Μήπως το ψάχνω πάρα πολύ; Μήπως έχω αρχίσει να τρελαίνομαι;
No comments:
Post a Comment